- ῥοδίς
- ῥοδ-ίς, ίδος, ἡ,A pastille made from roses, Dsc.1.99.3, Damocr. ap. Gal. 14.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδίς — ίδος, ἡ, Α παστίλια κατασκευασμένη με συστατικά από ρόδα, από τριαντάφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] … Dictionary of Greek
ῥοδίδες — ῥοδίς pastille made from roses fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίδος — ῥοδίς pastille made from roses fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίσιν — ῥοδίς pastille made from roses fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek